διακήρυξη

διακήρυξη
η
1. επίσημη εξαγγελία, γνωστοποίηση: Η γνωστότερη διακήρυξη είναι η «Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου».
2. επίσημη κοινοποίηση των θεμελιωδών θέσεων και αρχών ατόμου ή ομάδας: Το κάθε πολιτικό κόμμα διαθέτει τη διακήρυξη των αρχών του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διακήρυξη — η (AM διακήρυξις, εως) [διακηρύσσω] νεοελλ. 1. έγγραφη ή έντυπη αναγγελία, γνωστοποίηση προς το κοινό 2. επίσημη δήλωση θεμελιωδών αρχών ή επιδιώξεων 3. έγγραφη ανακοίνωση μιας κυβέρνησης προς άλλες κυβερνήσεις με την οποία καθορίζεται η στάση… …   Dictionary of Greek

  • διακηρύξῃ — διακηρύξηι , διακήρυξις sale by auction fem dat sg (epic) διακηρύσσω proclaim by herald aor subj mid 2nd sg διακηρύσσω proclaim by herald aor subj act 3rd sg διακηρύσσω proclaim by herald fut ind mid 2nd sg διακηρύ̱ξῃ , διακηρύσσω proclaim by… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χάρτης του Ατλαντικού — Διακήρυξη των αρχών διεθνούς πολιτικής που συμφωνήθηκε (1941) στον κόλπο της Αρτζέντια (Νέα Γη) από τον Άγγλο πρωθυπουργό Τσώρτσιλ και τον Αμερικανό πρόεδρο Φράνκλιν Ντελάνο Ρούζβελτ. Αυτή προετοίμασε την είσοδο στον πόλεμο των ΗΠΑ, θέτοντας τις… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… …   Dictionary of Greek

  • Λιθουανία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλτική χερσόνησο. Συνορεύει Β με τη Λετονία, Α και Ν με τη Λευκορωσία, ΝΔ με την Πολωνία, Δ με τη Ρωσία, ενώ στα ΒΔ βρέχεται από τη Βαλτική Θάλασσα.Η Λ. είναι ένα από τα κράτη της Bαλτικής. Βρίσκεται στο… …   Dictionary of Greek

  • Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… …   Dictionary of Greek

  • Ουκρανία — Κράτος της ανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με την Πολωνία, Β με τη Λιθουανία, ΒΑ με τη Ρωσία, ΝΔ με τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία, και στα Ν βρέχεται από την Αζοφική και από τη Μαύρη θάλασσα (Εύξεινο Πόντο).Ο. σημαίνει… …   Dictionary of Greek

  • σύνταγμα — (Νομ.). Η λέξη Σ. έχει δύο έννοιες: την ουσιαστική, που αναφέρεται στο περιεχόμενο του συντάγματος και την τυπική, που αφορά την εξωτερική μορφή του, το κείμενο. Κατά την ουσιαστική έννοια, Σ. είναι το σύνολο των κανόνων (νομικών), οι οποίοι από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”